- πανανθρώπινος
- η , ο[ν] общечеловеческий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανανθρώπινος — η, ο [πανάνθρωπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, παγκόσμιος («θέλουμε πανανθρώπινη τη λευτεριά») … Dictionary of Greek
πανανθρώπινος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ όλους τους ανθρώπους: Η προστασία του περιβάλλοντος είναι πανανθρώπινο αίτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανάνθρωπος — πανάνθρωπος, ον (Α) πανανθρώπινος, που ανήκει σε όλους τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄνθρωπος] … Dictionary of Greek